- ετεροχρονισμός
- ο [ετεροχρονίζω]1. ιατρ. η διαφορά μεταξύ τής χρονοταξίας νεύρου και αυτής τού μυός, η οποία εμποδίζει τη μετάδοση νευρικού ερεθίσματος όταν τα ερεθίσματα είναι μεμονωμένα, αλλά επιτρέπει τη μετάδοση όταν αυτά είναι επαναλαμβανόμενα2. το να κατασκευάζει, να δημιουργεί ή να παρέχει κανείς κάτι σε χρόνο διαφορετικό, κυρίως μεταγενέστερο, από τον κανονικό, τον συνηθισμένο ή φυσιολογικό.
Dictionary of Greek. 2013.